- υβριδικός
- -ή, -ό, Ν [υβρίδιο]1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υβρίδιο2. (κατ' επέκτ.) αυτός που είναι μικτού τύπου, μικτός3. φρ. α) «υβριδική ζώνη»βιολ. γεωγραφική περιοχή η οποία αποτελεί χώρο αλληλοεπικάλυψης δύο γειτονικών πληθυσμών, υποειδών ή ειδών, όπου συντελείται υβριδισμός μεταξύ τών μελών τών δύο πληθυσμώνβ) «υβριδική στειρότητα»βιολ. το φαινόμενο τής στειρότητας ενός ατόμου, η οποία οφείλεται στο ότι το άτομο είναι υβρίδιογ) «υβριδικός αντιδραστήρας»φυσ. υπό μελέτην πυρηνικός αντιδραστήρας μικτού τύπου σχάσης και σύντηξηςδ) «υβριδικά τροχιακά»χημ. ατομικά τροχιακά, ισοδύναμα μεταξύ τους ως προς τη μορφή και την ενέργειά τους, τα οποία προκύπτουν ως αποτέλεσμα τής αλληλεπίδρασης τών αρχικών απλών ατομικών τροχιακώνε) «υβριδικό κύτταρο»βιολ. κύτταρο που προκύπτει από την ένωση κυττάρων προερχόμενων από δύο διαφορετικά είδη και στο οποίο τα χρωματοσώματα περιέχονται σε έναν μόνο μεγάλο πυρήναστ) «υβριδικό σύστημα σκόπευσης»(φωτογρ.) σύστημα κατοπτρικής σκόπευσης μέσω ιδιαίτερου σκοπευτικού φακού τοποθετημένου πάνω από τον εικονοληπτικό φακό, με τον οποίο εστιάζεται ταυτόχρονα με τη βοήθεια ειδικού μηχανισμού.
Dictionary of Greek. 2013.